λάρνακ'

λάρνακ'
λάρνακα , λάρναξ
coffer
masc acc sg
λάρνακι , λάρναξ
coffer
masc dat sg
λάρνακε , λάρναξ
coffer
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα …   Dictionary of Greek

  • Κλάιντ — (Clyde). Ποταμός (160 χλμ.) της Σκοτίας. Πηγάζει από τα όρη Λόουδερ, στην κομητεία Νότιο Λάναρκσερ. Διασχίζει τη Γλασκόβη και κοντά στην πόλη Ντάμπαρτον σχηματίζει τον ποταμόκολπο Φερθ οφ Κ., που έχει μήκος 100 χλμ. Ο κάτω ρους του ποταμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”